Δευτέρα 7 Απριλίου 2008

Χριστινα-Φώτης-Λενόρα

Βγήκαν από το ζεστό μπιστρώ στον παγωμένο αέρα αγκαζέ, με κόκκινα μάγουλα και λαμπερά μάτια, ψάχνοντας για ταξί. Οι νοσταλγικές αναμνήσεις και οι νέες προοπτικές της ζωής τους ταξίδευαν με ταχύτητα φωτός κάτω από την επιρροή του κρασιού, μέσα στο μυαλό τους. Οι φιγούρες τους φάνταζαν σαν ονειρικές αύρες μέσα στην ομίχλη του Παρισιού.
Έφτασαν στην παλιά έπαυλη του παππού της Λενόρας. Ξεκλείδωσε την βαριά πόρτα με το μπρούντζινο κλειδί και διέσχισε την μεγάλη σάλα, σχεδόν τρέχοντας, για να ανάψει τη φωτιά στο τζάκι από τα κάρβουνα που είχαν απομείνει. Η Χριστίνα πέταξε τις καστόρινες γόβες της και κουλουριάστηκε στον μαλακό μπρογκάρ καναπέ, με έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Η φωτιά φούντωσε γρήγορα και άρχισε να παίζει παιχνίδια με τα χρώματα της νύχτας και τις σκιές του δωματίου.
- Σα να ΄ναι χθες μου φαίνεται, αν και πέρασαν κοντά πέντε χρόνια...Τέτοιο κρύο έκανε και στην Αθήνα όταν πρωτογνώρισα τον Φώτη.
- Ναι, απάντησε ξερά η Λενόρα, μη θέλοντας να συνεχίσει τη συζήτηση που προηγήθηκε στο μπιστρώ.
Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στα σκαλιά που οδηγούσαν στο κελάρι.
- Θα πιεις ένα ακόμα ποτήρι κρασί μαζί μου?
- Μόνο μισό για να σου κάνω παρέα, της αποκρίθηκε, τρίβοντας τα παγωμένα πόδια της για να τα ζεστάνει.
Ώσπου να γυρίσει η Λενόρα από το κελάρι, η Χριστίνα είχε ήδη κοιμηθεί. Την σκέπασε με μια χειροποίητη κουβέρτα της Μαρτίν, φτιαγμένη από φίνο αιγυπτιακό μαλλί και κάθισε απέναντί της. Την κοίταζε καθώς κοιμόταν και άρχισε να ταξιδεύει στις αναμνήσεις...
...Σαν βολεύτηκε η Χριστίνα στην αυλή, βασικό μέλημά της ήταν να βρει δουλειά. Οποιαδήποτε δουλειά. Η Μαντάμ Ορτάνς ήτανε η ράφτρα όλων των επώνυμων καλλιτεχνών της εποχής. Η Λενόρα ήταν πελάτισσά της...
...Σαν τελείωσε τις μουσικές σπουδές της η Λενόρα, μέσα από τα διάφορα επαγγελματικά της ταξίδια, βρέθηκε στην Αθήνα πιανίστρια σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο του καιρού εκείνου. Έμενε στην αυλή και έκανε αιματηρές οικονομίες όλα αυτά τα χρόνια για να ξεπληρώσει τις υποθήκες, των κτημάτων και της έπαυλης στη Γαλλία, που δημιουργήθηκαν από την κακή διαχείριση της γιαγιάς Λενόρας σαν πέθανε ο παππούς...
...¨Ετσι η Χριστίνα έπιασε δουλειά στην Ορτάνς, χάρη στη Λενόρα. Παρέδιδε τις κομψές τουαλέτες και τα μεταξωτά ραμμένα εσώρουχα στην ελίτ κοινωνία των Αθηνών.
Η Ορτάνς-Γαρουφαλλιά ήταν μια στυφή, γκρινιάρα και χοντρή εξηνταπεντάρα. Έπασχε από αρθρίτιδα, βογκούσε και παραπονιόταν πάντα, άλλα όταν έπιανε την βελόνα και τις καρφίτσες της περνούσαν όλα. Μεγάλη ιστορία η Γαρουφαλλιά. Στα δεκάξι της πήγε με τη μάνα της (επίσης ράφτρα) στην Αθήνα για υφάσματα και κλωστές. Ήταν το πρώτο της ταξίδι έξω απ΄το νησί της. Η μοίρα το φερε και την πήγαν τα ξαδέρφια της στο τσίρκο. Ερωτεύτηκαν ακαριαία με ένα γαλλοϊσπανό ακροβάτη και την μεθεπομένη την κοπάνησε μαζί του για άγνωστες και τρελές περιπέτειες. Έζησε πολλά απίστευτα χρόνια μαζί του, ώσπου εκείνος έκανε το άτυχο salto mortale και η Γαρουφαλλιά γύρισε μόνη στην Ελλάδα, σαν ράφτρα Ορτάνς. Την αγαπούσε την Χριστίνα. Πάντα της έδινε μια δραχμούλα παραπάνω, σαν εκείνο το κακόμοιρο περίμενε ως αργά το βράδυ να παραδώσει τα κεντημένα με απαστράπτουσες πούλιες και κλωστές φορέματα...
...Η Λενόρα γυρνούσε μετά τα μεσάνυχτα στην αυλή. Κάπνιζε κανα δυο από τα λεπτά της τσιγάρα και έτριβε με αλόη τα δάχτυλά της για να μη χάσουν τη φόρμα τους. Ήταν οι ώρες που συναντιόταν με την Χριστίνα. Σαν μπήκε ο Σεπτέμβρης, η Χριστίνα άρχισε τα μαθήματα ενώ συγχρόνως δούλευε ως αργά το βράδυ. Οι συναντήσεις τους ολοένα και λιγόστευαν.
Και ξαφνικά, ένα απομεσήμερο λίγο πριν τα Χριστούγεννα, εμφανίστηκε η Χριστίνα μπρος στην κυρα-Πολυξένη με τον Άδωνι φερμένο από την κατοικία των ολυμπίων θεών. Η κυρα-Πολυξένη τους καλησπέρισε χαμογελώντας αμήχανα. Εκείνος έστρεψε το βλέμμα του άγριο και ανήσυχο, ερευνώντας της αυλή. Το πλούσιο κυματιστό μαλλί, πορφύρωσε με τις αχτίδες του ήλιου που τραβούσε στη δύση και το πανωχείλι του σφίχτηκε και μελάνιασε για την αποκοτιά της φτωχικής αυλής που δεν γέμισε το μάτι του και ξεπούλησε σε μια στιγμή τα όνειρα που έκανε για τη ζωή του στην πρωτεύουσα.
- Κυρα-Πολυξένη, σου ΄φερα καινούριο νοικάρη για το δωμάτιο του κυρ-Νάσου που έφυγε! Απο ΄δω ο Φώτης.
Του πρότεινε το χέρι η καλή γυναίκα.
- Καλως ήρθες, του είπε.
Βαρύ το βλέμμα του και σκοτεινή η νεραϊδένια του όψη. Έδωσε κρύα και άχαρα το χέρι του στην Πολυξένη, μουρμούρησε ένα ξερό "ευχαριστώ" και πήγε και κλείστηκε στην κάμαρά του. Παρόλο που η αυλή δεν είχε τις ανέσεις του διαμερίσματος του ξαδέρφου του που τον φιλοξενούσε, εδώ θα είχε τουλάχιστον την ησυχία του να ασχοληθεί με το μπουζούκι του και θα είχε και την Χριστίνα κοντά του.
Αργά το βράδυ όταν η Χριστίνα γύρισε από τις τελευταίες παραγγελίες της Ορτάνς, άκουσε κάποιες σκληρές νότες να ξεχύνονται στην αυλή. Ανατρίχιασε. Όχι! Δεν ήταν σαν τη μουσική της Λενόρας που άκουσε στο ξενοδοχείο κάποια βράδια που την πήρε μαζί της. Οι νότες έβγαζαν καημό, πίκρα, παράπονα και στεναγμούς. Και κάτι πιο βαθύ...Κάτι σαν εκδίκηση, κάτι που μύριζε εξόντωση. Αυτός ήταν ο Φώτης! Έτσι συνέχισε να είναι ο Φώτης, μέχρι που αποτελματώθηκε και χάθηκε όταν του επέτρεψαν τα κακώς κείμενα να πάρει το λάθος μονοπάτι. Φουρτουνιασμένη ήταν η όψη του, σκοτεινό το βλέμμα του. Λιγομίλητος και εσωστρεφής. Άριστος μαθητής από τα μικράτα του, υπερπροστατευτικός με τους αδύναμους και πολέμιος υπέρ των αδικημένων. Μοναχοπαίδι μιας πολιτικά κατατρεγμένης φαμίλιας, μπουσούλησε και περπάτησε σαν επισκέπτης στις φυλακές πολιτικών κρατουμένων της χώρας. Έχασε την παιδικότητά του και τα οράματα της αμφιλεγόμενης εφηβείας του μέσα στο χαμόσπιτο μιας πενηντάρας ξεδοντιασμένης πόρνης, που τον ξεπαρθένεψε δωρεάν για να μυρίσει λίγο από το λουλούδι της νιότης του. Έγινε αψύς στον χαρακτήρα και εκείνο το γερακίσιο μάτι του θόλωνε από τη μάνητα για τις αδικίες της ζωής. Όταν ο πατέρας του μπήκε στη φυλακή, ο κόμπος είχε περάσει πια το χτένι για τον Φώτη. Έφυγε για την Αθήνα να σπουδάσει. Ασφυκτιούσε με την ιδέα πως θα έμενε για πάντα ο Φώτης της κυρα-Κατίνας και του αντιρρησία πολιτικού καταδίκου.
Η Χριστίνα ήταν το άλλο του εγώ. Γλυκιά, τρυφερή και συμπάσχουσα. Σαν τη μάνα του, το ίδιο πορτραίτο. Την ερωτεύτηκε αλλά δεν την αγάπησε ποτέ. Ήταν ανίκανος πια να αγαπήσει. Όλα του τα αισθήματα τα σκότωσαν οι δεξιοί, οι αριστεροί και οι φυλακές. Είχε χάσει την ισορροπία του. Ένιωθε εκείνο τον καιρό σαν το θηρίο που γυροφέρνει με τον χαλκά στο λαιμό μέσα στο κλουβί της φυλακής του. Η άβγαλτη και γλυκιά Χριστίνα ήταν ανίκανη εκ των πραγμάτων να σπάσει αυτήν την αλυσίδα που εγκλώβιζε και πονούσε το θηρίο-Φώτη. Ήταν ήδη ερωτευμένη μαζί του από τότε που τον αντίκρισε για πρώτη φορά στην μπουάτ. Τότε τον πλησίασε με όλη την αθωότητα και την αγνή λάμψη της παρθενικής ψυχής της. Μέχρι τον Δεκέμβρη, ερωτισμός και ανθρώπινα συναισθήματα, έπλεκαν τα χρυσά νήματα του έρωτα. Μέσα στα Χριστούγεννα γνώρισε και τη Λενόρα, σε ένα γιορτινό τραπέζι που κανε για όλη την αυλή η Πολυξένη.
Η Λενόρα μόλις είχε γυρίσει από περιοδεία δύο μηνών στο εξωτερικό. Μια χειραψία, ένα χαμόγελο, δυο ονόματα και μια φουρτούνα ανάμεσα στα μαύρα σαν κάρβουνο και τα χρυσά μάτια.
...Την περίμενε μετά από μέρες έξω από το ξενοδοχείο φορώντας το τριμμένο του καλό σακάκι. Περπάτησαν μέχρι την αυλή, μιας ώρας δρόμος μέσα στο χιονόβροχο. Μιλούσαν για μουσική. Για τις νότες στο πιάνο της και για τα αυτοσχέδια ακόρντα στο μπουζούκι του. Κόντευε να ξημερώσει όταν έφτασαν. Τράβηξε ο καθένας για την κάμαρά του. Ταξίδεψαν με τις σκέψεις τους ξέχωρα μέσα στην Δεκεμβριάτικη υγρή νύχτα. Εκείνος σύρθηκε πάλι στις φυλακές των εκτοπισμένων, εκείνη προσπαθούσε να ανασύρει τις θύμησες της Μαρτίν και του Φιλίπ εκεί στη μακρινή μαύρη ήπειρο.
Σαν γύρισε μετά τις γιορτές από το χωριό της η Χριστίνα, τους βρήκε στην κάμαρα της Λενόρας, χαμένους στην μαγεία της μουσικής τους, με την Λενόρα στην κιθάρα και τον Φώτη να της τραγουδάει στο αυτί με το χέρι του περασμένο στους ώμους της.
Δεν πήραν είδηση σαν η πόρτα άνοιξε. Αφημένοι στην έκσταση, ταξίδευαν σε άλλους κόσμους. Μόνο σαν έκλεισε με βία η πόρτα αισθάνθηκαν την άλλη παρουσία.
- Η Χριστίνα ήταν? ρώτησε ο Φώτης.
- Ποιος άλλος θα άνοιγε την πόρτα χωρίς να χτυπήσει?
- Θα πάω να της μιλήσω...
- Αυτή είναι δικιά μου δουλειά...
Έβαλε την ζακέτα της και τράβηξε στα δεξιά της αυλής. Σαν χτύπησε την πόρτα μια φωνή ακούστηκε βγαλμένη από την κόλαση: Φύγε!!!
Δεν έφυγε...
Το σκοτάδι ξαναβούλιαξε στην σιωπή...

...στράγγιξε την τελευταία γουλιά από το ποτήρι και έριξε μπόλικα ξύλα στο τζάκι. Πήγε και ξάπλωσε από την αντίθετη πλευρά του μπρογκάρ καναπέ.
Ποτέ δεν θα φύγω αδελφή μου, ψιθύρισε.
Αγκάλιασε τα πόδια της Χριστίνας και κοιμήθηκε...