Δευτέρα 7 Απριλίου 2008

Χριστινα-Φώτης-Λενόρα

Βγήκαν από το ζεστό μπιστρώ στον παγωμένο αέρα αγκαζέ, με κόκκινα μάγουλα και λαμπερά μάτια, ψάχνοντας για ταξί. Οι νοσταλγικές αναμνήσεις και οι νέες προοπτικές της ζωής τους ταξίδευαν με ταχύτητα φωτός κάτω από την επιρροή του κρασιού, μέσα στο μυαλό τους. Οι φιγούρες τους φάνταζαν σαν ονειρικές αύρες μέσα στην ομίχλη του Παρισιού.
Έφτασαν στην παλιά έπαυλη του παππού της Λενόρας. Ξεκλείδωσε την βαριά πόρτα με το μπρούντζινο κλειδί και διέσχισε την μεγάλη σάλα, σχεδόν τρέχοντας, για να ανάψει τη φωτιά στο τζάκι από τα κάρβουνα που είχαν απομείνει. Η Χριστίνα πέταξε τις καστόρινες γόβες της και κουλουριάστηκε στον μαλακό μπρογκάρ καναπέ, με έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Η φωτιά φούντωσε γρήγορα και άρχισε να παίζει παιχνίδια με τα χρώματα της νύχτας και τις σκιές του δωματίου.
- Σα να ΄ναι χθες μου φαίνεται, αν και πέρασαν κοντά πέντε χρόνια...Τέτοιο κρύο έκανε και στην Αθήνα όταν πρωτογνώρισα τον Φώτη.
- Ναι, απάντησε ξερά η Λενόρα, μη θέλοντας να συνεχίσει τη συζήτηση που προηγήθηκε στο μπιστρώ.
Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στα σκαλιά που οδηγούσαν στο κελάρι.
- Θα πιεις ένα ακόμα ποτήρι κρασί μαζί μου?
- Μόνο μισό για να σου κάνω παρέα, της αποκρίθηκε, τρίβοντας τα παγωμένα πόδια της για να τα ζεστάνει.
Ώσπου να γυρίσει η Λενόρα από το κελάρι, η Χριστίνα είχε ήδη κοιμηθεί. Την σκέπασε με μια χειροποίητη κουβέρτα της Μαρτίν, φτιαγμένη από φίνο αιγυπτιακό μαλλί και κάθισε απέναντί της. Την κοίταζε καθώς κοιμόταν και άρχισε να ταξιδεύει στις αναμνήσεις...
...Σαν βολεύτηκε η Χριστίνα στην αυλή, βασικό μέλημά της ήταν να βρει δουλειά. Οποιαδήποτε δουλειά. Η Μαντάμ Ορτάνς ήτανε η ράφτρα όλων των επώνυμων καλλιτεχνών της εποχής. Η Λενόρα ήταν πελάτισσά της...
...Σαν τελείωσε τις μουσικές σπουδές της η Λενόρα, μέσα από τα διάφορα επαγγελματικά της ταξίδια, βρέθηκε στην Αθήνα πιανίστρια σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο του καιρού εκείνου. Έμενε στην αυλή και έκανε αιματηρές οικονομίες όλα αυτά τα χρόνια για να ξεπληρώσει τις υποθήκες, των κτημάτων και της έπαυλης στη Γαλλία, που δημιουργήθηκαν από την κακή διαχείριση της γιαγιάς Λενόρας σαν πέθανε ο παππούς...
...¨Ετσι η Χριστίνα έπιασε δουλειά στην Ορτάνς, χάρη στη Λενόρα. Παρέδιδε τις κομψές τουαλέτες και τα μεταξωτά ραμμένα εσώρουχα στην ελίτ κοινωνία των Αθηνών.
Η Ορτάνς-Γαρουφαλλιά ήταν μια στυφή, γκρινιάρα και χοντρή εξηνταπεντάρα. Έπασχε από αρθρίτιδα, βογκούσε και παραπονιόταν πάντα, άλλα όταν έπιανε την βελόνα και τις καρφίτσες της περνούσαν όλα. Μεγάλη ιστορία η Γαρουφαλλιά. Στα δεκάξι της πήγε με τη μάνα της (επίσης ράφτρα) στην Αθήνα για υφάσματα και κλωστές. Ήταν το πρώτο της ταξίδι έξω απ΄το νησί της. Η μοίρα το φερε και την πήγαν τα ξαδέρφια της στο τσίρκο. Ερωτεύτηκαν ακαριαία με ένα γαλλοϊσπανό ακροβάτη και την μεθεπομένη την κοπάνησε μαζί του για άγνωστες και τρελές περιπέτειες. Έζησε πολλά απίστευτα χρόνια μαζί του, ώσπου εκείνος έκανε το άτυχο salto mortale και η Γαρουφαλλιά γύρισε μόνη στην Ελλάδα, σαν ράφτρα Ορτάνς. Την αγαπούσε την Χριστίνα. Πάντα της έδινε μια δραχμούλα παραπάνω, σαν εκείνο το κακόμοιρο περίμενε ως αργά το βράδυ να παραδώσει τα κεντημένα με απαστράπτουσες πούλιες και κλωστές φορέματα...
...Η Λενόρα γυρνούσε μετά τα μεσάνυχτα στην αυλή. Κάπνιζε κανα δυο από τα λεπτά της τσιγάρα και έτριβε με αλόη τα δάχτυλά της για να μη χάσουν τη φόρμα τους. Ήταν οι ώρες που συναντιόταν με την Χριστίνα. Σαν μπήκε ο Σεπτέμβρης, η Χριστίνα άρχισε τα μαθήματα ενώ συγχρόνως δούλευε ως αργά το βράδυ. Οι συναντήσεις τους ολοένα και λιγόστευαν.
Και ξαφνικά, ένα απομεσήμερο λίγο πριν τα Χριστούγεννα, εμφανίστηκε η Χριστίνα μπρος στην κυρα-Πολυξένη με τον Άδωνι φερμένο από την κατοικία των ολυμπίων θεών. Η κυρα-Πολυξένη τους καλησπέρισε χαμογελώντας αμήχανα. Εκείνος έστρεψε το βλέμμα του άγριο και ανήσυχο, ερευνώντας της αυλή. Το πλούσιο κυματιστό μαλλί, πορφύρωσε με τις αχτίδες του ήλιου που τραβούσε στη δύση και το πανωχείλι του σφίχτηκε και μελάνιασε για την αποκοτιά της φτωχικής αυλής που δεν γέμισε το μάτι του και ξεπούλησε σε μια στιγμή τα όνειρα που έκανε για τη ζωή του στην πρωτεύουσα.
- Κυρα-Πολυξένη, σου ΄φερα καινούριο νοικάρη για το δωμάτιο του κυρ-Νάσου που έφυγε! Απο ΄δω ο Φώτης.
Του πρότεινε το χέρι η καλή γυναίκα.
- Καλως ήρθες, του είπε.
Βαρύ το βλέμμα του και σκοτεινή η νεραϊδένια του όψη. Έδωσε κρύα και άχαρα το χέρι του στην Πολυξένη, μουρμούρησε ένα ξερό "ευχαριστώ" και πήγε και κλείστηκε στην κάμαρά του. Παρόλο που η αυλή δεν είχε τις ανέσεις του διαμερίσματος του ξαδέρφου του που τον φιλοξενούσε, εδώ θα είχε τουλάχιστον την ησυχία του να ασχοληθεί με το μπουζούκι του και θα είχε και την Χριστίνα κοντά του.
Αργά το βράδυ όταν η Χριστίνα γύρισε από τις τελευταίες παραγγελίες της Ορτάνς, άκουσε κάποιες σκληρές νότες να ξεχύνονται στην αυλή. Ανατρίχιασε. Όχι! Δεν ήταν σαν τη μουσική της Λενόρας που άκουσε στο ξενοδοχείο κάποια βράδια που την πήρε μαζί της. Οι νότες έβγαζαν καημό, πίκρα, παράπονα και στεναγμούς. Και κάτι πιο βαθύ...Κάτι σαν εκδίκηση, κάτι που μύριζε εξόντωση. Αυτός ήταν ο Φώτης! Έτσι συνέχισε να είναι ο Φώτης, μέχρι που αποτελματώθηκε και χάθηκε όταν του επέτρεψαν τα κακώς κείμενα να πάρει το λάθος μονοπάτι. Φουρτουνιασμένη ήταν η όψη του, σκοτεινό το βλέμμα του. Λιγομίλητος και εσωστρεφής. Άριστος μαθητής από τα μικράτα του, υπερπροστατευτικός με τους αδύναμους και πολέμιος υπέρ των αδικημένων. Μοναχοπαίδι μιας πολιτικά κατατρεγμένης φαμίλιας, μπουσούλησε και περπάτησε σαν επισκέπτης στις φυλακές πολιτικών κρατουμένων της χώρας. Έχασε την παιδικότητά του και τα οράματα της αμφιλεγόμενης εφηβείας του μέσα στο χαμόσπιτο μιας πενηντάρας ξεδοντιασμένης πόρνης, που τον ξεπαρθένεψε δωρεάν για να μυρίσει λίγο από το λουλούδι της νιότης του. Έγινε αψύς στον χαρακτήρα και εκείνο το γερακίσιο μάτι του θόλωνε από τη μάνητα για τις αδικίες της ζωής. Όταν ο πατέρας του μπήκε στη φυλακή, ο κόμπος είχε περάσει πια το χτένι για τον Φώτη. Έφυγε για την Αθήνα να σπουδάσει. Ασφυκτιούσε με την ιδέα πως θα έμενε για πάντα ο Φώτης της κυρα-Κατίνας και του αντιρρησία πολιτικού καταδίκου.
Η Χριστίνα ήταν το άλλο του εγώ. Γλυκιά, τρυφερή και συμπάσχουσα. Σαν τη μάνα του, το ίδιο πορτραίτο. Την ερωτεύτηκε αλλά δεν την αγάπησε ποτέ. Ήταν ανίκανος πια να αγαπήσει. Όλα του τα αισθήματα τα σκότωσαν οι δεξιοί, οι αριστεροί και οι φυλακές. Είχε χάσει την ισορροπία του. Ένιωθε εκείνο τον καιρό σαν το θηρίο που γυροφέρνει με τον χαλκά στο λαιμό μέσα στο κλουβί της φυλακής του. Η άβγαλτη και γλυκιά Χριστίνα ήταν ανίκανη εκ των πραγμάτων να σπάσει αυτήν την αλυσίδα που εγκλώβιζε και πονούσε το θηρίο-Φώτη. Ήταν ήδη ερωτευμένη μαζί του από τότε που τον αντίκρισε για πρώτη φορά στην μπουάτ. Τότε τον πλησίασε με όλη την αθωότητα και την αγνή λάμψη της παρθενικής ψυχής της. Μέχρι τον Δεκέμβρη, ερωτισμός και ανθρώπινα συναισθήματα, έπλεκαν τα χρυσά νήματα του έρωτα. Μέσα στα Χριστούγεννα γνώρισε και τη Λενόρα, σε ένα γιορτινό τραπέζι που κανε για όλη την αυλή η Πολυξένη.
Η Λενόρα μόλις είχε γυρίσει από περιοδεία δύο μηνών στο εξωτερικό. Μια χειραψία, ένα χαμόγελο, δυο ονόματα και μια φουρτούνα ανάμεσα στα μαύρα σαν κάρβουνο και τα χρυσά μάτια.
...Την περίμενε μετά από μέρες έξω από το ξενοδοχείο φορώντας το τριμμένο του καλό σακάκι. Περπάτησαν μέχρι την αυλή, μιας ώρας δρόμος μέσα στο χιονόβροχο. Μιλούσαν για μουσική. Για τις νότες στο πιάνο της και για τα αυτοσχέδια ακόρντα στο μπουζούκι του. Κόντευε να ξημερώσει όταν έφτασαν. Τράβηξε ο καθένας για την κάμαρά του. Ταξίδεψαν με τις σκέψεις τους ξέχωρα μέσα στην Δεκεμβριάτικη υγρή νύχτα. Εκείνος σύρθηκε πάλι στις φυλακές των εκτοπισμένων, εκείνη προσπαθούσε να ανασύρει τις θύμησες της Μαρτίν και του Φιλίπ εκεί στη μακρινή μαύρη ήπειρο.
Σαν γύρισε μετά τις γιορτές από το χωριό της η Χριστίνα, τους βρήκε στην κάμαρα της Λενόρας, χαμένους στην μαγεία της μουσικής τους, με την Λενόρα στην κιθάρα και τον Φώτη να της τραγουδάει στο αυτί με το χέρι του περασμένο στους ώμους της.
Δεν πήραν είδηση σαν η πόρτα άνοιξε. Αφημένοι στην έκσταση, ταξίδευαν σε άλλους κόσμους. Μόνο σαν έκλεισε με βία η πόρτα αισθάνθηκαν την άλλη παρουσία.
- Η Χριστίνα ήταν? ρώτησε ο Φώτης.
- Ποιος άλλος θα άνοιγε την πόρτα χωρίς να χτυπήσει?
- Θα πάω να της μιλήσω...
- Αυτή είναι δικιά μου δουλειά...
Έβαλε την ζακέτα της και τράβηξε στα δεξιά της αυλής. Σαν χτύπησε την πόρτα μια φωνή ακούστηκε βγαλμένη από την κόλαση: Φύγε!!!
Δεν έφυγε...
Το σκοτάδι ξαναβούλιαξε στην σιωπή...

...στράγγιξε την τελευταία γουλιά από το ποτήρι και έριξε μπόλικα ξύλα στο τζάκι. Πήγε και ξάπλωσε από την αντίθετη πλευρά του μπρογκάρ καναπέ.
Ποτέ δεν θα φύγω αδελφή μου, ψιθύρισε.
Αγκάλιασε τα πόδια της Χριστίνας και κοιμήθηκε...

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2008

Φώτης

Λίγο το παλιό κόκκινο κρασί λίγο η υπέροχη φωνή της Πιάφ και ο νους δεν άργησε να «κυλήσει» στην εποχή των πρώτων κοινών αναμνήσεων τους. Η αυλή άλλωστε στέγασε εκτός από τις πρώτες κοινές τους ανησυχίες και τον πρώτο τους καυγά.
Δεν είχαν περάσει ούτε έξι μήνες γνωριμίας τους στην αυλή και κόντεψαν να μην δει ποτέ η μία την άλλη. Αιτία ο Φώτης. Ένας νεαρός φοιτητής της ιατρικής που για να μπορέσει να σπουδάσει, αναγκαζόταν το πρωί να δουλεύει σε ένα κεντρικό καφενείο και το βράδυ σε μια μπουάτ της εποχής σαν γκαρσόνι. Ήρθε στην Αθήνα 2 χρόνια νωρίτερα από την Χριστίνα από μια μικρή επαρχιακή πόλη της κεντρικής Ελλάδας. Ο πατέρας του είχε μπλεχτεί στην δίνη του εμφυλίου και βολόδερνε στις φυλακές κατατρεγμένος από το κράτος για τις ιδέες του. Όταν πρωτογνωρίστηκαν με τις κοπέλες ο πατέρας του ήταν φυλακισμένος στην Γυάρο. Ο φύλακας άγγελος για τον Φώτη ήταν η κυρά Κατίνα η μάνα του. Έβλεπε τον γιο της να αγαπά τόσο τα γράμματα που για να του εξασφαλίσει τα πρώτα έξοδα του για τις σπουδές πούλησε κάτι χωραφάκια που είχε από τον πατέρα της και πήγαινε να δουλέψει στα ξένα χωράφια. Δεν ήθελε να αφήσει τον γιο της να χαθεί στο χωριό. Τα μπλεξίματα του πατέρα του θα του έκλειναν όλες τις πόρτες και αργά ή γρήγορα θα τον οδηγούσαν σε δύσκολα μονοπάτια.
Από το πρώτο διάστημα του ερχομού του στην Αθήνα, ο Φώτης, κατόρθωσε να βρει μια δουλειά για να βγάζει τα απαραίτητα. Ήταν δουλευτάρης και δεν φοβόταν την ζωή. Ήταν από αυτά τα επαρχιοτόπουλα που ενώ δείχνουν σκληροί και άκομψοι κατά βάθος μπορείς να τους πάρεις και ο παντελόνι αν ξυπνήσει μέσα τους το φιλότιμο. Η μεγάλη αγάπη του Φώτη ήταν η μουσική και το κρυφό του όνειρο ήταν να μάθει μπουζούκι. Με τα πρώτα του λεφτά πήγε και αγόρασε ένα, και κάθε βράδυ όταν γυρνούσε αποκαμωμένος από την κούραση της μέρας , το έπαιρνε στα χέρια του και το γρατζούνιζε για να μπορέσει να το μάθει. Αυτή ήταν η ξεκούραση του. Όση κούραση και αν ένιωθε μόλις έπιανε το μπουζούκι ένιωθε να γαληνεύει και να ημερεύει. Μέσα από την μπουάτ είχε καταφέρει να γίνει φίλος με πολλούς μπουζουξήδες της εποχής. Μάλιστα κάθε βράδυ όταν αραίωνε ο κόσμος από το μαγαζί έπαιρνε το μπουζούκι του και καθόταν μαζί με την ορχήστρα.
Σε μια τέτοια βραδιά γνώρισε και την Χριστίνα. Την πρώτη φορά που μια παρέα συμφοιτητών της, την έπεισαν να τους ακολουθήσει στην μπουάτ που δούλευε ο Φώτης. Από τις πρώτες ματιές που αντάλλαξαν φάνηκε ότι ο έρωτας τους άγγιξε. Νέα παιδιά ήταν άλλωστε. Δεν θέλεις και πολύ όταν είσαι νέος. Και δίπλα σου να περάσει ο φτερωτός άγγελος σε αγγίζει χωρίς να βάζεις τον νου σε λειτουργία.
Ο καιρός κυλούσε όμορφα για τους δύο νέους. Οι περίπατοι και οι βόλτες τους γίνονταν κάθε Κυριακή μεσημέρι. Αγαπημένο τους μέρος το Πασαλιμάνι, να αγναντεύουν την θάλασσα.
Αχ ο έρωτας τι όμορφος που είναι τον πρώτο καιρό! Με τον καιρό όμως ξεθωριάζει και έρχεται η ρουτίνα της καθημερινότητας. Αν σε αυτήν προστεθεί και ένα τρίτο άτομο, τότε τα πράγματα γίνονται δύσκολα. Αυτό συνέβη και μεταξύ των δύο νεαρών. Η σχέση τους άρχισε να φθείρεται και βρέθηκε το τρίτο άτομο για να οδηγήσει αλλού την σχέση τους. Η μοίρα όμως δεν είχε πει την τελευταία της λέξη. Δεν αρκέστηκε στην τυχαία επιλογή του τρίτου ατόμου αλλά οδήγησε τον Φώτη στην αγκαλιά της όμορφης Λενόρας.

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2008

Ο γυρισμός στην δεύτερη φυγή....

...παρήγγειλε με τα άψογα γαλλικά της ένα ποτήρι με παλιό,ακριβό κόκκινο κρασί και βάλθηκε να χαζεύει το ετερόκλητο πλήθος που κατέκλυζε την αριστερή όχθη του Σηκουάνα.

Μποέμ με τα μαλακά τους τσόχινα καπέλα,το μαύρο γιλέκο με μόστρα την καδένα του ρολογιού στο τσεπάκι τους.
Εκκολαπτόμενοι ποιητές με τις δερμάτινες τραγιάσκες και τους χαρτοφύλακες παραμάσχαλα να αγορεύουν μέσα στο πλήθος ψάχνοντας για την μούσα της έμπνευσης και εκφωνώντας λογίδρια για τους αθάνατους πατέρες του έμμετρου λόγου.
Φουτουριστές,ποικίλων τεχνοτροπιών ζωγράφοι τoυ Ecole d'art ντυμένοι με τα μακριά ξεφτισμένα παλτό αγορασμένα από δεύτερο χέρι να ψαχουλεύουν με τα μπογιατισμένα δάχτυλα τους που βρωμοκοπούσαν νέφτι και αμμωνία,τα μαγούλα και τα καπούλια των κοριτσιών της Γαλλικής επαρχίας που έρχονταν στριμωγμένες με πρόβατα και κατσίκια στο εμπορικό βαγόνι με την ελπίδα να γίνουν μοντέλα στους νεαρούς ζωγράφους,αφού πρώτα έκαναν τα χίλια νάζια και τάματα στον ελεγκτή,για να ταξιδέψουν τζάμπα,κρύβοντας τα λίγα τους φράγκα στα πολύχρωμα χειροποίητα σάλια τους.
-Αλλοι άνθρωποι,άλλος τρόπος ζωής,σκέφτηκε η Χριστίνα.
Αλλά όπου υπάρχει χαρά και ελπίδα για το αύριο είναι όμορφα.....
Κοίταξε το ρολόι της."Η Λενόρα άργησε",σκέφτηκε....

Η Λενόρα...Η αδελφή που δεν είχε και απόκτησε.Ο φύλακας άγγελος της.
Βούλιαξε στην βελούδινη πολυθρόνα του μπιστρώ και άναψε ένα από τα λεπτά Γαλλικά τσιγάρα.

>>Η Λενόρα ήταν 10 χρόνια μεγαλύτερη από την Χριστίνα.
Γεννήθηκε στο Γαλλικό Κονγκό από την Μαρτίν-μοναχοκόρη μιας ξεπεσμένης οικογένειας Γάλλων μεγαλοαστών που έφυγαν στην αποικία όταν έχασαν την περιουσία τους-και από τον Φιλίπ εναν φτωχοδιάβολο με δυο χρυσά μάτια όμοια με αστέρια του Νότου,ορφανό από την Μασσαλία που κατέφυγε στο Αλγέρι-για ένα πιάτο φαί-στην Λεγεώνα των ξένων.Η μοίρα του τον έριξε στο Κονγκό και στην αγκαλιά της 17χρονης γλυκιάς Μαρτίν.
Οι φυτείες του καφέ έκρυψαν τον έρωτα και τους αναστεναγμούς των δύο νέων.Οι μαύρες δούλες ήταν από φύση τους σιωπηλές.Κανένας δεν κατάλαβε το πάθος του Φιλίπ και της Μαρτίν μέχρι....που η κοιλιά της άρχισε να φουσκώνει!
Οταν ο Φιλίπ πήγε να εκτελέσει το χρέος του σαν μέλλοντας πατέρας,η γιαγιά-Λενόρα τον πέταξε έξω μαζί με την άτσαλη ανθοδέσμη που έφτιαξε ο ίδιος για την πρόταση γάμου.Περιόρισε την Μαρτίν στα όρια της αγροικίας τους και προσκάλεσε τον επίτροπο για μια απογευματινή βεγγέρα.Ο επίτροπος έφυγε με μια 12κάδα Κουρβουαζιέ κι ο Φιλίπ έφυγε στην Cote d'Ivoire να μετράει και να φυλάει το ελεφαντόδοντο που έφευγε για την Γαλλία.
Οταν ο πατέρας της Μαρτίν γύρισε μετά από τον έλεγχο των περιουσιακών του στοιχείων απο την Ροδεσία βρήκε την Γιαγιά-Λενόρα με το μωρό-Λενόρα.
Η Μαρτίν πέθανε στην γέννα από εκλαμψία,φωνάζοντας το όνομα του Φιλίπ και επικαλούμενη τον Κύριο να προστατέψει το ορφανό της.
Η γιαγιά,του είπε πως υιοθέτησε το μωρό από τις Ουρσουλίνες καλόγριες σε μνήμη της κόρης τους που πέθανε από τροπικό πυρετό.Του έδωσε το όνομα της για να μην χαθεί η "οικογέςνεια"
Ποτέ δεν του είπε πως ήταν η εγγόνα του.

Αλλά το αίμα νερό δεν γίνεται.
Ο γέρος δεν μιλούσε μέχρι να συνδυάσει τα γεγονότα.Στο κρεβάτι του θανάτου του είδε για πρώτη φορά η Λενόρα τον φτωχοδιάβολο με τα χρυσά μάτια.Τα 13 χρόνια της περπατούσε όταν έπεσε στην αγκαλιά του και έκλαψε πικρά για την άδικη μοίρα της ορφάνιας της.
Ο παπους της πέθανε την επόμενη χρονιά αφού της έκανε διαθήκη αφήνοντας της την κλειδωμένη έπαυλη και τους εγκαταλελειμμένους αμπελώνες στην cote d'azure της Γαλλίας,τις φυτείες του καφέ στην Ροδεσία.5000 φράγκα ετήσιο εισόδημα....κι ένα τετράδιο με το γενεαλογικό της δέντρο.
Εφυγε ξανά στο ecole με τις Ουρσουλίνες καλόγριες.

Στα 17 της ο νέος επίτροπος της αποικίας την κάλεσε στην κηδεία του Φιλίπ,που έπεσε υπέρ πατρίδας,κατά των εξεγέρσεων των μαύρων αυτοχθόνων κατοίκων!!!
Πολλά χρόνια αργότερα η Λενόρα θα έδινε τα πάντα για αυτούς τους"μαύρους"Μαζί της και Χριστίνα θα άφηνε ένα κομμάτι της ψυχής της εκεί.

Φίλησε το δρύινο καπάκι του φέρετρου και έβαλε την διπλωμένη Γαλλική σημαία στον κόρφο της.
Σε λίγες μέρες έφυγε για την Γαλλία.....<<

Η Χριστίνα την είδε μέσα από τον καθρέφτη της εισόδου.
Αιθέρια και λυγερή σαν ονειρική φαντασίωση τράβηξε όλα τα βλέμματα των θαμώνων του μπιστρώ.
Εφτασε κοντά της και την αγκάλιασε.Ενα πεταχτο φιλί της άφησε στο μάγουλο και σωριάστηκε στην βελούδινη πολυθρόνα.
-Αργησα,το ξέρω.
-Δεν πειράζει,απλά ανησύχησα μηπως έπαθες κάτι...
-Οχι Χριστινάκι μου,μου πήρε λίγο χρόνο παραπάνω για να βγάλω τις βίζες για την αποικία.
-Δηλαδή φεύγουμε?
-Ναι καλή μου,φεύγουμε το πολύ σε 20 μέρες.
-Θυμάσαι Λενόρα?θυμάσαι τα όνειρα που κάναμε στην αυλή?
-Αν θυμάμαι λέει?Αυτα μας κράτησαν ζωντανές.
-Θυμάσαι την μαντάμ-Ορτάνς την μοδίστρα που με έστειλες να δουλέψω τον πρώτο χρόνο που ήρθα στην αυλή?
-Την Γαρουφαλλιά λες,Χριστίνα μου που έγινε Ορτάνς η μπαγαμπόντισσα,για να δηλώσει πως είναι γαλλίδα ράφτρα,αλλά ήταν χρυσή καρδιά.Ναι πως να την ξεχάσω άραγε?Αυτή σου έμαθε τις πρώτες γαλλικές λέξεις.
Τώρα όμως είσαι στο Παρίσι με ένα δίπλωμα διδασκάλισσας,ενα πτυχίο γαλλικών,ένα αγγλικών και σε λίγο θα πάρεις το πιστοποιητικό για την βοήθεια σου,με άριστα,από τις Καρμελίτισσες πως γνωρίζεις μαιευτική και έχεις παραϊατρικές γνώσεις.

Τα κορίτσια παρήγγειλαν άλλο ένα ποτήρι με παλιό κόκκινο κρασί και βούλιαξαν στις μαλακές βελούδινες πολυθρόνες.Οι αναμνήσεις έστησαν χορό μέσα από την φωνή της Εντιθ Πιαφ που τραγουδούσε κάτι για το rien,rien....
Τίποτα,τίποτα....